κυλινδουμένους

κυλινδουμένους
κυλινδέω
pres part mp masc acc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποζευγνύω — ὑποζευγνύω, ΝΑ, και ὑποζεύγνυμι Α [ζευγνύω / ζεύγνυμι] (σχετικά με ζώο) βάζω κάτω από τον ζυγό, ζεύω αρχ. 1. μτφ. α) υποτάσσω, υποδουλώνω β) κατατάσσω σε μία τάξη («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”